Φοβού την ημιμάθεια και τη δυστροπία

 Με αφορμή μια κλειδαριά

Η εξάρτηση από το αυτοκίνητο, η αδεξιότητα των τεχνικών και η αχρείαστη ταλαιπωρία.  

Μέσα στις γιορτές, λίαν πρωία, μπήκα στο αυτοκίνητό μου που ήταν σταθμευμένο στο γκαράζ, κάθισα στο τιμόνι, έκλεισα επιμελώς την πόρτα, έβαλα τη ζώνη μου και με όλη την πρέπουσα ευγένεια τοποθέτησα το κλειδί στην υποδοχή της κλειδαριάς (lock cylinder, ορολογία που έμαθα αργότερα) για να ξεκινήσω. Με την πρώτη κίνηση του κλειδιού για να ανάψουν οι σημάνσεις τού πίνακα τού αυτοκινήτου μου αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ξαναπροσπαθώ αυτή τη φορά με αργή κίνηση. Τίποτα. Ουδεμία ένδειξη στον πίνακα, ούτε καν χιλιοστό του χιλιοστού γύριζε το κλειδί. Από αυτή τη στιγμή άρχισαν τα βάσανά μου. Σκέφτομαι ότι τελικά δεν είναι αυτό καθ΄ αυτό το πρόβλημα που σε αγχώνει, αλλά η μεθοδολογία  –οι διαδικασίες- της επίλυσής του. Το πραγματικό πρόβλημα δημιουργείται όταν αρχίζεις να ψάχνεις πώς να λύσεις το πρόβλημα.

Κατέβηκα σκεφτικός από το αυτοκίνητό μου και ξεκίνησα τις προσπάθειές μου  -ενέργειές μου – για επίλυση τού άρτι εμφανισθέντος προβλήματος. Πρώτα πρώτα τηλεφώνησα στο μηχανικό (μου;) και του είπα το πρόβλημα και σε συνέχεια τον ρώτησα τι θα κάνω. «Δεν είναι δική μας αρμοδιότητα, αλλά του ηλεκτρολόγου αυτοκινήτων και του κλειδαρά». Μού είπε σταθερά,  χωρίς περιστροφές. Αμέσως χωρίς να χάσω καιρό, πήρα ένα γηραιό και εν αναπαύσει διατελούντα αυτοκίνητο που βρίσκεται σε τρίχρονη διαθεσιμότητα, λόγω οδηγιών Ε.Ε. και αφού έβαλα το σταυρό μου για να μην σβήσει στο δρόμο,  ξεκίνησα εσπευσμένα και γρήγορα προς τον ηλεκτρολόγο, αφήνοντας πίσω μου πυκνά σύννεφα μαυρόασπρου καπνού.

Ο ηλεκτρολόγος κατέβαζε χαλαρά χαλαρά από ένα φορτηγό, μπαταρίες αυτοκινήτου και μου έκανε νόημα να περιμένω. Τον περίμενα. Μπορούσα να κάμω και αλλιώς; Όταν τέλειωσε τη μεταφορά, έτρεξα ασθμαίνοντας κοντά του και του ανάφερα το πρόβλημα. «Πάμε». Μου είπε. Επιβιβάσθηκε στο αυτοκίνητό μου, λίγο  διστακτικά όταν το αντίκρισε και ήλθαμε ολοταχώς πίσω στο γκαράζ της οικίας μου. Άνοιξε την πόρτα του χαλασμένου αυτοκινήτου μου με ένα λαδικό στο χέρι και άρχισε να ρίχνει χωρίς τσιγγουνιά υγρό στην οπή της κλειδαριάς. Κάθε τόσο δοκίμαζε με σκληρές βυθίσεις να στρίψει το κλειδί προς τα δεξιά, αλλά ματαίως. Αυτό το άτιμο ούτε βήμα προς τα δεξιά ούτε βήμα προς τα αριστερά. Ξανά το λαδικό και ξανά το κλειδί και ξανά το λαδικό. Σουβλιές, βυθίσεις, ανασήκωμα των ώμων, τίποτα. Αποτέλεσμα μηδέν.  Τί –πο -τα. Πίεζε το κλειδί με όλη του τη δύναμη ( και είχε μεγάλη δύναμη ο αθεόφοβος, ως νέος γεροδεμένος και καλογυμνασμένος που ήταν). Μετά από αρκετή ώρα με ρώτησε αν έχω καμιά πένσα. «Έχω». Του είπα. Την έφερα και διαλογιζόμουν τι θα την κάνει. Πήρε την πένσα από τα χέρια μου, δάγκωσε με αυτή το κλειδί και έριξε όλο τα βάρος του ( 90 περίπου κιλά) απάνω του προσπαθώντας, αφού πρώτα φρόντισε να δαγκώσει το κάτω χείλος του στόματός του, να γυρίσει το κλειδί προς τα δεξιά. Ταυτόχρονα γύριζε απότομα και με δύναμη το τιμόνι, μια αριστερά και μια δεξιά.  Εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου ένας απίστευτος άγριος «αυτοκινητιστικός βιασμός.» Όταν λέμε «βιασμός αυτοκινήτου», νομίζω ότι οι ενέργειές  του αυτές, απέδιδαν πλήρως στην πράξη την έννοια της  συγκεκριμένης ορολογίας. Κατά τη διάρκεια του «αυτοκινητιστικού βιασμού» δάγκωνα τα χείλη μου και κρατούσα το κεφάλι μου με τη δεξιά μου παλάμη εν απογνώσει. Παρέμενα έκπληκτος, σιωπηλός και έκθαμβος για το είδος της αγριότητας που χρησιμοποιείτο ως τεχνική επιδιόρθωσης ενός αυτοκινήτου. Κάθε σπρώξιμο του βάρους του κορμιού του επάνω στο τιμόνι και στο κλειδί του αυτοκινήτου μου, ήταν κάρφωμα  άπειρων μαχαιριών στην ψυχή μου. Σε κάποια στιγμή του λέω. «Μα… ρε φίλε, τι προσπαθείς να κάνεις;» «Κοίταξε», μου λέει, «αν καταφέρω και του ξεγελάσω και γυρίσει έστω και λίγο, τότε θα μπορέσω να αφαιρέσω την κλειδαριά. Θα βάλουμε άλλη … universal. Διαφορετικά θα πρέπει να πάει σε μηχανικό να βγάλει το τιμόνι, θα βγάλει αυτό, εκείνο, το άλλο εξάρτημα για να βγει η χαλασμένη κλειδαριά. Μεγάλη φασαρία, φίλε». «Ε, …άμα είναι έτσι κύριε ηλεκτρολόγε, αν χρειάζεσαι  και σφυρί, να σου φέρω και σφυρί». Του είπα θαρραλέα. Προσπάθησε αρκετή ώρα ακαταμάχητα, με εργατικότητα και με συνέπεια. Τελικά ματαίως οι προσπάθειες του. «Δυστυχώς δεν γίνεται τίποτε». Μου είπε. Μου κόπηκε η ανάσα. «Τι να κάμω τώρα;» Του λέω απεγνωσμένα και απείρως απογοητευμένος. «Ο κλειδαράς». Μου απάντησε και συνέχισε. «…Αυτός έχει τα κατάλληλα σύνεργα με τα οποία θα μπορέσει να το ξεκλειδώσει». Έσκυψα να πάρω τα δύο βιασμένα κλειδιά που τα έριξε στο πάτωμα του αυτοκινήτου μου. «Άφησε τα, τι να τα κάνεις;» Μου είπε. Τα άφησα.

Μπήκε ξανά στο γηραιό αυτοκίνητο για να τον μεταφέρω πίσω στο κατάστημά του. Προτού κατέβει τον ρώτησα μήπως είναι καλύτερα να αποταθώ στο γκαράζ της εταιρίας. «Ούτε καν να το σκέφτεσαι», μου είπε. «Θα σου στοιχίσει ο κούκος αηδόνι … και άσε που θα πάρεις πίσω το αυτοκίνητό σου ύστερα από καμιά εικοσαριά μέρες». Τον άφησα εκεί και ολοταχώς πήρα το δρόμο προς τον κλειδαρά.

Οι δρόμοι γεμάτοι με αυτοκίνητα και μια δυνατή βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Έκανα τριανταπέντε λεπτά για μια απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων. Πήγα στον κλειδαρά εν μέσω βροχοθύελλας, πολλών εμποδίων, τρακαρισμάτων, μέσα σε ορμητικά τρεχούμενα νερά, λάσπες, γλιστρήματα πεζών και αφού έκανα και εγώ αρκετές παραβιάσεις του κώδικα οδικής συμπεριφοράς και τούτο για να φτάσω έγκαιρα. Να προλάβω. Την επαύριο άρχιζαν οι αργίες των εορτών και η χρήση του αυτοκινήτου ήταν αναγκαία.

Μπήκα με ορμή στο κατάστημα. Στη μέση του καταστήματος στεκόταν ηλικιωμένος άνδρας με γκριζόμαυρη καλοκτενισμένη κόμη, κάτω από το πηγούνι περιποιημένο μακρύ υπογένειον, ντυμένος κομψά με μηχανόβιο γιλέκο, πουκάμισο με ανασηκωμένα τα μανίκια, παντελόνι σωλήνα και ψηλοτάκουνο παπούτσι με πεπλατυσμένη μύτη. Αναμασούσε τσίχλα με έμφαση και ταυτόχρονα παρατηρούσε μετά μεγάλης σπουδής, μέσα από τις γυάλινες προθήκες,  έξω το δρόμο. Στο βάθος, μέσα από τους πάγκους, στεκόταν νεαρός άνδρας με πανομοιότυπα φυσιογνωμικά στοιχεία του προηγούμενου ανδρός, που κρατούσε στα χέρια του κάτι κλειδιά και συνομιλούσε μετά μεγάλης πραγματωσύνης με κάποιο οικείο πελάτη. «Καλή σας μέρα». Τους λέω. «Τι θέλεις;», μου λέει ο πρώτος άνδρας. Ο άλλος ούτε που κοίταξε να με δει. «Δεν μπορώ να βάλω εμπρός το αυτοκίνητό μου! Χάλασε η κλειδαριά του», του λέω. «Και …πού ξέρεις εσύ κύριε, ότι χάλασε η κλειδαριά…», μου απαντά με θυμωμένο ύφος και συνέχισε. «Πού είναι το κλειδί; Θα πρέπει να μου δώσεις όλα τα κλειδιά που έχεις για να τα ελέγξω, να τα εξετάσω μέσα από το, τελευταίου τύπου, κομπιούτερ μου για να δούμε αν το λάθος είναι στα κλειδιά ή όχι και ύστερα βλέπουμε πώς θα προχωρήσουμε». «Μα δεν τα έχω μαζί μου». Του λέω. «Δεν τα έχεις μαζί σου!!! Ε΄ τι ήλθες να κάνεις; Να πας να τα φέρεις, διαφορετικά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Απάντησε με ύφος χιλίων καρατίων επαγγελματικής δεοντολογίας. (Τι να κάμω; Θα πρέπει να στεκόμαστε προσοχή  μπροστά στους ειδικούς και εξειδικευμένους οι οποίοι κυριαρχούν στη ζωή μας).  Βγήκα έξω, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξανά ανά τας βρεγμένους οδούς και τας ρίμας, εν μέσω καταιγιστικής βροχής, για να πάω να φέρω δύο λαδωμένα κλειδιά που έριξε προηγούμενα ο ηλεκτρολόγος στο χαλάκι του χαλασμένου μου αυτοκινήτου.

Έφθασα αφού πέρασα τις συμπληγάδες της οδικής κυκλοφορίας, βρήκα τα κλειδιά, τα σκούπισα και τα έχωσα σε μια τσέπη όπως όπως. Με τα κλειδιά στην τσέπη μου ξεκίνησα ξανά πίσω στον κλειδαρά με το καιρό να σκληραίνει και ένα χοντρόκοκκο χαλάζι να χοροπηδά στο αμάξωμα του γηραιού αυτοκινήτου μου. Η κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους μεγάλη. Πήγαινα βήμα, βήμα. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου και ας κουρεύονται όλοι, μαζί και η χαλασμένη κλειδαριά.

Μετά από κάμποση ώρα, καταϊδρωμένος και με ψηλή πίεση φτάνω στο εν λόγω κλειδαρομάγαζο  (λέγε επιστημονικό εργαστήριο υψηλών προδιαγραφών). Ο μουσάτος καθόταν τώρα σε μια πολυθρόνα με ψηλή, μέχρι επάνω, δερμάτινη πλάτη και κρατούσε στο αυτί του το ακουστικό του τηλεφώνου αλλά το μάτι του παρακολουθούσε γύρω γύρω την κοντινή και την ευρύτερη περιοχή. «Ο κύριος με τα κλειδιά!!!» Φώναξε δυνατά στον έτερο ομοιογενή και ομοιότροπο κλειδαρά. «Έλα εδώ και δώσε μου τα», μου φώναξε προστακτικά ο έτερος. Του τα έδωσα, ενώ αυτός στεκόταν κορδωτός πίσω από τον ψηλό πάγκο που χώριζε το μαγαζί σε δύο μέρη. Πήρε τα κλειδιά με σκεπτικισμό  και άρχισε να τα εξετάζει ενδελεχώς και με πάσα επιμέλεια. Έτσι έδειχνε. Τον έβλεπα να περιεργάζεται από άκρη σε άκρη τα κλειδιά και εγώ περίμενα με κομμένη την ανάσα τι θα μου έλεγε. Από το ύφος του αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Άρχισα να τα βάζω με τον εαυτό μου. «Είσαι προκατειλημμένος, αγχώδης τύπος, πάντα βάζεις το κακό στο μυαλό σου, δεν πρέπει να είσαι έτσι. Είσαι προδιατεθειμένος και κάμνεις πάντα αρνητικές σκέψεις.  Θα πρέπει να αντικρίζεις τα πράγματα με θετικό βλέμμα κλπ κλπ».

«Πες μου, …κύριε …άγγιξε τα κλειδιά καμιά πένσα;» Η φωνή του ήταν τόσο αυστηρή που με τρόμαξε και με σταμάτησε απότομα από το συλλογισμό μου – από το βαθύ διάλογο κριτικής- που είχα με τον εαυτό μου. «…Όταν σου λέγω κύριε εαυτέ μου ότι δεν μου άρεσε το ύφος του, εσύ με κατσάδιαζες με χίλια λόγια». Πρόλαβα και είπα από μέσα μου. «Ναι! Χρησιμοποίησε πένσα ο ηλεκτρολόγος, που κάλεσα, για να γυρίσει το κλειδί». Είπα με πάσα ειλικρίνεια. Ήταν τότε που έπεσε ο κεραυνός να κάψει τις πολύωρες προσπάθειές μου μέσα στη βροχή και να συντηρήσει το άγχος για το χαλασμένο αυτοκίνητό μου εν όψει εορτών και αργιών. Με αυστηρή φωνή κατέληξε στην εξής απόφαση που εκστόμισε επιδεικτικά, αργά, τονίζοντας μια μια τις λέξεις:

«Το ότι άγγιξε τα κλειδιά  πένσα, αυτό και μόνο, δεν μπορώ να προχωρήσω πιο πέρα. Λυπούμαι!!!»

 Δεν έχασα καιρό ούτε τον άφησα να ολοκληρώσει τη λέξη «λυπούμαι». Άπλωσα το χέρι μου και του είπα οργισμένος και με αυστηρότατο ύφος: «Δώσε μου πίσω, σιορ, τα κλειδιά μου! Δεν φταίτε εσείς αλλά εγώ ο βλάξ και ο ηλίθιος που αποτάθηκα κοντά σας, σε εσάς τους κομπλεξικούς ημιμαθείς τεχνικούς και δεν αποτάθηκα από την αρχή στο γκαράζ της εταιρείας που αντιπροσωπεύει τη μάρκα του αυτοκινήτου μου για να επιλυθεί το πρόβλημά μου».  Τότε ο νεαρός κλειδαράς άρχισε να προσπαθεί να βολέψει τα πράγματα και να διασκεδάσει το θέμα. Ότι δεν φταίω εγώ, ότι είναι ο ηλεκτρολόγος που φταίει κλπ. κλπ. κλπ. Πήρα βίαια τα κλειδιά από τα χέρια του, όρμησα προς την έξοδο και έφυγα ασθμαίνων και οργίλος.

Σταμάτησα κάπου και πήρα τηλέφωνο τον υπεύθυνο του γκαράζ της εταιρίας. Του είπα το πρόβλημα και μου είπε να πάρω το χαλασμένο αυτοκίνητο κοντά του, την επομένη Δευτέρα. Μεσολαβούσαν αργίες. Την επόμενη Δευτέρα κάλεσα συνεργείο άμεσης οδικής βοήθειας, φορτώθηκε με πάσα επιμέλεια και μεταφέρθηκε στο γκαράζ της εταιρίας. Ο αρχιμηχανικός, μου εξήγησε τα καθέκαστα, πήγαμε μαζί στο κομπιούτερ, έψαξε αν υπάρχουν τα εξαρτήματα ενταύθα, είδε ότι υπήρχαν, τα έφεραν την ίδια ημέρα και την επαύριον, μου τηλεφώνησε και πήρα το αυτοκίνητό μου διορθωμένο, σκουπισμένο και πλυμένο.

Το ποσό των εξόδων μετά από πρόχειρους υπολογισμούς ήταν μερικά ευρώ πιο πολλά, από ότι θα πλήρωνα στους κομπογιαννίτες που με ταλαιπώρησαν μια σχεδόν ημέρα εν μέσω κακοκαιρίας κατά τη διάρκεια των αργιών, έδειξαν το άπειρο κάλλος του εμπαιγμού τους και με φόρτωσαν με τόση πίεση και τόσο άγχος. 

Ύστερα από την πιο πάνω διήγηση προβάλλει το εξής ερώτημα: Πόσο στοιχίζει το αντίτιμο του άγχους, της ταλαιπωρίας, της αγωνίας και των τρεχαμάτων που δημιουργούν τα παλιοσίδερα ενός αυτοκινήτου και η ημιμάθεια και η δυστροπία των κάποιων τεχνικών; Μήπως  μερικά ευρώ;

This entry was posted in Καθημερινά. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε